Μια φορά κι έναν καιρό στη Βιβλιοχώρα, ήταν ένας γάιδαρος, που τον έλεγαν Ντορίνο, και διάβαζε βιβλία. Ξόδευε όλα τα λεφτά του στα βιβλία, ώσπου δεν είχε ούτε ρούχα να αγοράσει. Το σπίτι του σιγά σιγά χάλασε και σκούριασε και πολλοί ήθελαν να το αγοράσουν σε πολύ μικρή τιμή...
Σ’ αυτή τη χώρα ζούσαν άλογα και μερικοί γάιδαροι. Τα άλογα δεν πολυσυμπαθούσαν τους γαϊδάρους γιατί ήταν άσχημοι, δεν έτρεχαν πολύ γρήγορα και ήταν πολύ πεισματάρηδες. Επίσης τους ζήλευαν επειδή διάβαζαν πολλά βιβλία.
Οι πιο μοχθηροί σ’ αυτή τη χώρα ήταν ο δούκας Κεραυνός και η δούκισσα Κοπριά. Οι κάτοικοι της Βιβλιοχώρας τους μισούσαν επειδή ήταν βιβλιοκάπηλοι, δηλαδή έπαιρναν παράνομα βιβλία και τα πουλούσαν.
Είχαν και μια κόρη που την έλεγαν Ρίτσα. Όμως αυτό το παιδί για κάποιο περίεργο λόγο γεννήθηκε γαϊδουρίτσα, αν και οι γονείς του ήταν άλογα. Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς της δεν την αγαπούσαν καθόλου. Επειδή ντρεπόντουσαν πολύ γι’ αυτήν, την έκλεισαν σε ένα δωμάτιο, σε έναν πύργο, για να μην τους ρεζιλέψει. Επειδή δεν είχε τι να κάνει η Ρίτσα η γαϊδουρίτσα, καθόταν μόνη της στο δωμάτιό της και διάβαζε βιβλία. Είχε ανακαλύψει ένα μυστικό πέρασμα που οδηγούσε στην αποθήκη με τα βιβλία. Έτσι λοιπόν τα είχε αγαπήσει πολύ. Ήταν όμως δυστυχισμένη γιατί δεν την αγαπούσαν οι γονείς της, δεν είχε φίλους και δε μπορούσε να γνωρίσει τον κόσμο από κοντά, παρά μονάχα από τα βιβλία...
Όμως ας ξαναμιλήσουμε για το γάιδαρο που αναφέραμε στην αρχή.
Ο Ντορίνο βρέθηκε σε δύσκολη θέση με το σπίτι του και έπρεπε με κάποιο τρόπο να βγάλει λεφτά. Σκέφτηκε λοιπόν να εκδόσει ένα δικό του βιβλίο. Κανένας όμως δεν το διάβασε, γιατί θεωρούσαν ότι οι γάιδαροι δε μπορούσαν να γράψουν ωραία βιβλία.
Έτσι, ο Ντορίνο αποφάσισε να πιάσει δουλειά σε ένα βιβλίοπωλείο. Μόλις τον δέχτηκαν πέταξε από τη χαρά του και έβαλε τα κλάματα! Ήταν πολύ ευτυχισμένος που δούλευε εκεί!
Η ευτυχία του όμως δεν κράτησε για πολύ. Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου παρατήρησε ότι η πελατεία είχε μειωθεί και σκέφτηκε ότι γι’ αυτό έφταιγε ο Ντορίνο. Στον κόσμο δεν άρεσε που δούλευε εκεί ένας γάιδαρος. Έτσι λοιπόν τον απέλυσαν.
Αντί για αποζημίωση, ο Ντορίνο προτίμησε να του δώσουν ένα βιβλίο. Διάλεξε ένα από τα παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης, που του πρόσφερε ο ιδιοκτήτης. Το έλεγαν «Το μαγικό κλειδί του πύργου». Του άρεσε πολύ αυτός ο τίτλος... Έτσι, έφυγε στενοχωρημένος, επειδή τον απέλυσαν, αλλά χαρούμενος που είχε αποκτήσει ένα καινούργιο βιβλίο.
Εν τω μεταξύ ο Ντορίνο δεν είχε πού να μείνει, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, το σπίτι του είχε σκουριάσει κι έτσι αναγκάστηκε να το πουλήσει. Με τα λίγα λεφτά που έβγαλε από τις λίγες μέρες που δούλεψε στο βιβλιοπωλείο, αγόρασε ένα ποδήλατο με καρότσα και έβαλε στην καρότσα όλα του τα βιβλία. Με το ποδήλατό του άρχισε να τριγυρνάει στην πόλη για να δει καινούργια μέρη.
Το βράδυ πια είχε κουραστεί πολύ και σταμάτησε κοντά σε μια όμορφη λίμνη για να ξαποστάσει. Ξάπλωσε πάνω στην καρότσα, ανάμεσα στα αγαπημένα του βιβλία. Πριν κοιμηθεί, άνοιξε να διαβάσει το τελευταίο βιβλίο που απέκτησε. Μόλις το άνοιξε, άκουσε έναν περίεργο ήχο, σαν κάτι να έπεσε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Λίγο αργότερα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, ένιωσε κάτι να τον ενοχλεί. Σηκώθηκε, έψαξε γύρω του και βρήκε ένα παράξενο κλειδί. Μόλις το άγγιξε κατάλαβε ότι ήταν μαγικό!
Το κλειδί κόλλησε στο τιμόνι του ποδηλάτου και το ποδήλατο άρχισε να κινείται μόνο του! Ο Ντορίνο έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να προλάβει το ποδήλατο και πήδηξε μέσα στην καρότσα. Το ποδήλατο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και ο Ντορίνο δύσκολα μπορούσε να κρατηθεί.
Το ποδήλατο τον οδήγησε σε έναν πύργο. Μόλις σταμάτησε, το κλειδί ξεκόλλησε από το ποδήλατο και άρχισε να πετάει προς μια κατεύθυνση. Ο Ντορίνο το ακολούθησε τρέχοντας. Το κλειδί σταμάτησε στην πόρτα ενός δωματίου και μπήκε μόνο του στην κλειδαρότρυπα. Ο Ντορίνο, χωρίς να το σκεφτεί, γύρισε το κλειδί και μπήκε μέσα.
Ο χώρος ήταν πολύ μικρός, με παλιά έπιπλα, ραγισμένους καθρέφτες και σκισμένες κουρτίνες, αλλά ήταν ένα δωμάτιο σκουπισμένο και καθαρό.
Ξαφνικά ο Ντορίνο άκουσε θόρυβο από την αποθήκη και φώναξε «Είναι κανείς εδω;». Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και από μέσα βγήκε μια φοβισμένη γαϊδουρίτσα. Ήταν η Ρίτσα, για την οποία είχαμε μιλήσει προηγουμένως. Η γαϊδουρίτσα, τρομαγμένη, πέταξε ένα βιβλίο πάνω στον Ντορίνο κι εκείνος έπεσε κάτω αναίσθητος. Στη συνέχεια, η Ρίτσα πλησιάσε δειλά το γάιδαρο και από την εμφάνισή του κατάλαβε ότι δεν ήταν κακός. Του έριξε, λοιπόν, έναν κουβά νερό για να τον συνεφέρει.
Ο Ντορίνο, μόλις συνήλθε, της εξήγησε ότι δεν ήταν κλέφτης και της διηγήθηκε την ιστορία με το σπίτι του, το βιβλιοπωλείο και το κλειδί. Αφού τον άκουσε με προσοχή, η Ρίτσα διηγήθηκε κι εκείνη την ιστορία της στον Ντορίνο και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει να δραπετεύσει από τον πύργο που ήταν κλεισμένη τόσα χρόνια.
Ο γάιδαρος συμφώνησε. Η Ρίτσα μάζεψε όλα της τα βιβλία και τα μετέφερε στην καρότσα του ποδηλάτου του Ντορίνο. Τα δυο γαϊδουράκια άρπαξαν από την πόρτα το κλειδί και έτρεξαν προς το ποδήλατο. Η Ρίτσα κάθισε στην καρότσα, ενώ ο Ντορίνο οδηγούσε.
Στο μεταξύ, ο δούκας και η δούκισσα ανακάλυψαν ότι η γαϊδουρίτσα είχε εξαφανιστεί! Δεν τους ένοιαξε όμως για εκείνη, γιατί δεν την αγαπούσαν σαν κόρη τους. Αυτό που τους ένοιαξε ήταν το τι θα πει ο κόσμος απ΄αυτά που θα ακούσει. Εκείνη την ώρα όμως η Ρίτσα είχε ήδη φτάσει πολύ μακριά από τον πύργο και είχε βρει κάποιον που είχε αρχίσει να τον αγαπάει αληθινά: τον Ντορίνο!
Μέσα από την περιπέτεια που έζησαν, τα δυο γαϊδουράκια ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και διάλεξαν ένα όμορφο μέρος για να χτίσουν το σπίτι τους. Επειδή όμως δεν είχαν λεφτά, αλλά ούτε και ήθελαν να πουλήσουν τα βιβλία τους, σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα σπίτι από βιβλία! Οι τοίχοι, η στέγη, ακόμα και τα έπιπλα, όλα ήταν από βιβλία!
Μετά από λίγο καιρό, η Ρίτσα και ο Ντορίνο απέκτησαν δύο πανέμορφα παιδιά. Για έναν παράξενο λόγο, το ένα από αυτά γεννήθηκε αλογάκι. Τα αγαπούσαν όμως και τα δύο το ίδιο. Ζήτησαν από τους γονείς της Ρίτσας να τα βαφτίσουν, γιατί δεν είχαν άλλους στον κόσμο. Εκείνοι, μετανιωμένοι για το λάθος που είχαν κάνει με τη Ρίτσα, αλλά και για τις παρανομίες τους, δέχτηκαν με χαρά την πρόταση.
Από τότε έζησαν όλοι αγαπημένοι και ευτυχισμένοι!
Το παραμύθι έγραψαν ομαδικά οι μαθητές της Ε΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Αντιπάρου, με αφορμή την ενότητα «Βιβλία – Βιβλιοθήκες» του βιβλίου της Γλώσσας.
Για το παραμύθι έδωσαν τις ιδέες τους και τη φαντασία τους, έγραψαν και ζωγράφισαν οι:
Νικολάι Αγγέλωφ
Παναγιώτης Βιάζης
Τζώννης Βιάζης
Μαργίτσα Γεμελιάρη
Παναγιώτης Καμπάσης
Βάσω Κουβαρά
Δημήτρης Μαριάνος
Μόνικα Μλαδένοβα
Γιάννης Μπιζάς
Ασημίνα Ντότσικα
Άννα Πατέλη
Άννα Σκιαδά
Ματίνα Σκιαδά
Βαγγέλης Τριαντάφυλλος
Μιχάλης Τριαντάφυλλος
Επιμέλεια: Βασίλης Ζέλκας
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΝΤΙΠΑΡΟΥ
Ε΄ ΤΑΞΗ
Μάρτιος 2008